- συνεννοησάμενος
- συνεννοέωjoin in thoughtaor part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεννοώ — συνεννοῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. (μόνο το μέσ.) συνεννοούμαι α) καταλήγω σε κοινή απόφαση με κάποιον ύστερα από ανταλλαγή σκέψεων β) ανταλλάσσω σκέψεις («συνεννοούνται ακόμη και δεν είναι γνωστό πότε θα συμφωνήσουν») γ) κατανοώ κάποιον που και αυτός μέ… … Dictionary of Greek